μαλακόφωνος

μαλακόφωνος
μᾰλᾰκό-φωνος, ον,
A with a soft voice, D.H.Dem.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλακόφωνος — μαλακόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει τρυφερή φωνή ή αυτός που βγάζει απαλό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φωνή (πρβλ. ετερό φωνος)] …   Dictionary of Greek

  • μαλακοφώνους — μαλακόφωνος with a soft voice masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόφωνα — μαλακόφωνος with a soft voice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”